Όσοι έχουν άνοια ζουν περισσότερο - Νέα μελέτη εξηγεί γιατί
Νέα μελέτη δείχνει ότι οι ασθενείς με άνοια ζουν πλέον περισσότερο, χάρη σε καλύτερη διάγνωση και φροντίδα.
Άνθρωποι που έχουν διαγνωστεί με άνοια φαίνεται πως ζουν περισσότερο, σύμφωνα με μια μεγάλη διεθνή μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό Nature Communications Medicine. Αναλύοντας δεδομένα από πάνω από 1,2 εκατομμύρια άτομα άνω των 60 ετών, οι επιστήμονες εξέτασαν πώς έχουν αλλάξει τα ποσοστά επιβίωσης μετά τη διάγνωση της άνοιας τα τελευταία χρόνια σε διάφορες χώρες και συστήματα υγείας. Το βασικό εύρημα είναι πως όσοι διαγνώστηκαν πιο πρόσφατα διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο θανάτου, γεγονός που υποδηλώνει καλύτερη φροντίδα και έγκαιρη διάγνωση.
Η εικόνα σε διεθνές επίπεδο
Όπως διαβάζουμε στο The Brighter Side News, η έρευνα εστίασε σε οκτώ ανεπτυγμένες περιοχές στον Καναδά, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Νότια Κορέα, στην Ταϊβάν, στο Χονγκ Κονγκ, στη Φινλανδία, στη Γερμανία και στη Νέα Ζηλανδία, καλύπτοντας την περίοδο από το 2000 έως το 2018. Σε πέντε από αυτές τις περιοχές, τα ποσοστά θνησιμότητας μετά τη διάγνωση μειώθηκαν σταθερά. Η βελτίωση αυτή αποδίδεται εν μέρει στις εθνικές στρατηγικές για την άνοια, στην καλύτερη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και στη μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθητοποίηση για τη νόσο.
Ωστόσο, η πρόοδος δεν ήταν καθολική. Στη Νέα Ζηλανδία, οι πιθανότητες θανάτου αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια, πιθανότατα εξαιτίας πολιτικών αλλαγών στη διαχείριση των περιστατικών άνοιας. Οι αλλαγές αυτές περιλάμβαναν ανάθεση της φροντίδας από ειδικούς γιατρούς σε γενικούς, κάτι που ενδέχεται να οδήγησε σε καθυστερημένες διαγνώσεις και επιδείνωση των περιστατικών.
Η άνοια επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, προκαλώντας απώλεια μνήμης, σύγχυση και δυσκολίες στην καθημερινότητα. Πάνω από 57 εκατομμύρια άτομα ζουν σήμερα με άνοια, ενώ προστίθενται σχεδόν 10 εκατομμύρια νέα περιστατικά κάθε χρόνο. Από το 2012, η άνοια έχει χαρακτηριστεί διεθνώς ως προτεραιότητα της δημόσιας υγείας.
Η σημασία του χρόνου επιβίωσης
Η κατανόηση των λόγων επιβίωσης μετά τη διάγνωση είναι καθοριστική για τον προγραμματισμό φροντίδας, τη διαχείριση πόρων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Προηγούμενες μελέτες έδειξαν ότι όσοι εμφάνιζαν άνοια σε νεότερη ηλικία ζούσαν από 1,3 έως 7,9 χρόνια, ενώ σε μεγαλύτερες ηλικίες το διάστημα ήταν μεταξύ 1,8 και 7,2 ετών. Μετά το 1997, παρατηρήθηκε βελτίωση, όταν οι αναστολείς χολινεστεράσης έγιναν πιο ευρέως διαθέσιμοι.
Αν και δεν υπάρχει ακόμη θεραπεία για την άνοια, σημαντικά βήματα έχουν γίνει στον τομέα της διάγνωσης και της υποστήριξης των ασθενών. Πολλές χώρες επενδύουν πλέον στην έγκαιρη ανίχνευση, στην εκπαίδευση γιατρών και στη μείωση των παραγόντων κινδύνου. Αυτές οι στρατηγικές φαίνεται να συνδέονται με την αύξηση της επιβίωσης τα τελευταία χρόνια.
Για να υπάρξει πιο σαφής εικόνα, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια κοινή μεθοδολογία ανάλυσης ηλεκτρονικών ιατρικών αρχείων από διαφορετικές χώρες. Αυτό μείωσε την πιθανότητα σφαλμάτων που προκαλούνται από διαφορετικές προσεγγίσεις. Οι πέντε περιοχές που εμφάνισαν σταθερή μείωση της θνησιμότητας συγκέντρωναν το 84% των συμμετεχόντων στην έρευνα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής των ασθενών πιθανόν να σχετίζεται με την πρόοδο στην πρόληψη και φροντίδα της άνοιας, αλλά και με πιο στοχευμένες φαρμακευτικές και ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις. Αντιθέτως, η Νέα Ζηλανδία παρουσίασε αρνητική πορεία όταν προσπάθησε να μεταφέρει τη διαχείριση των περιστατικών από τους ειδικούς στους γενικούς γιατρούς, οδηγώντας σε πιο προχωρημένες διαγνώσεις και αυξημένο κίνδυνο θανάτου. Στη Γερμανία και τη Φινλανδία, δεν διαπιστώθηκε κάποια σαφής τάση, πιθανόν λόγω ελλιπών δεδομένων ή αλλαγών στο σύστημα υγείας που δεν καταγράφηκαν επαρκώς. Παρ’ όλα αυτά, η γενική εικόνα δείχνει πραγματική πρόοδο στη φροντίδα της άνοιας σε διεθνές επίπεδο.
Η μελέτη αποτελεί σημαντικό εργαλείο για γιατρούς, οικογένειες και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Γνωρίζοντας πόσο ζουν οι ασθενείς μετά τη διάγνωση, μπορούν να σχεδιαστούν καλύτερα οι δομές φροντίδας και να υπολογιστούν οι απαιτήσεις του συστήματος υγείας.